- χυμός
- ο, ΝΜΑ1. το θρεπτικό υγρό που κυκλοφορεί στα διάφορα μέρη τών φυτών2. καθένα από τα τέσσερα υγρά τού σώματος τα οποία, κατά τους αρχαίους φυσιολόγους, προσδιόριζαν την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα τού ατόμου και που είναι το αίμα, το φλέγμα, η κίτρινη χολή και η μέλαινα χολήνεοελλ.1. φυσιολ. η πολτώδης ομοιογενής μάζα που προκύπτει από την επίδραση τού γαστρικού υγρού στις ουσίες τής τροφής μέσα στον στόμαχο και η οποία, περνώντας στο έντερο, δίνει τον χυλό και τα περιττώματα2. το υγρό που περιέχεται σε φρούτα και καρπούς και αφαιρείται με συμπίεση και έκθλιψη, κν. ζουμί (α. «χυμός πορτοκαλιού» β. «χυμός ντομάτας»)2. μτφ. χαρακτηριστικό γνώρισμα ζωντάνιας ή ομορφιάς («έδωσε στην ποίηση νέους χυμούς»)μσν.η εμμηνορρυσία («χυμὶς αἱματικός», Μαλάλ. Ι.)αρχ.1. το υγρό που περιέχεται σε όλες τις οργανικές ουσίες («τὰ τοιαῡτα βρώματα ἥκιστα τοιούτου χυμοῡ ἀκρήτου τε καὶ διαφέροντος δῆλά ἐστιν μετέχοντα», Ιπποκρ.)2. η χαρακτηριστική γεύση μιας ουσίας, όταν τήν δοκιμάζει κανείς (α. «ἡ μὲν γευστὴ δύναμις ἡ ποιότης ἢ ὅπως ἄν τις ὀνομάζει ἐθέλῃ... χυμός», Γαλ.β. «ἅμα τῇ γεύσει ὁ χυμός», Αριστοτ.)3. (κατά τον Ησύχ.) α) «χυμόςσίελος»β) «χυμόςτάφου χῶμα».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χυλός].
Dictionary of Greek. 2013.